- λεπτοποίησις
- λεπτοποί-ησις, εως, ἡ,A making fine, Gal.10.742.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτοποίησις — λεπτοποίησις, ἡ (Α) [λεπτοποιώ] 1. λέπτυνση 2. κονιοποίηση … Dictionary of Greek
λεπτοποιήσει — λεπτοποίησις making fine fem nom/voc/acc dual (attic epic) λεπτοποιήσεϊ , λεπτοποίησις making fine fem dat sg (epic) λεπτοποίησις making fine fem dat sg (attic ionic) λεπτοποιέω make fine aor subj act 3rd sg (epic) λεπτοποιέω make fine fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοποίησιν — λεπτοποίησις making fine fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοποιήσεως — λεπτοποιήσεω̆ς , λεπτοποίησις making fine fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)